ἐνιπρήσει

ἐνιπρήσει
ἐμπίμπρημι
b
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐμπίμπρημι
b
fut ind mid 2nd sg
ἐμπίμπρημι
b
fut ind act 3rd sg
ἐμπρήθω
blow up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐμπρήθω
blow up
fut ind mid 2nd sg
ἐμπρήθω
blow up
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”